- ταξίαρχος
- ο, ΝΜΑ(στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίωννεοελλ.1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού συνταγματάρχη και κατώτερος τού υποστρατήγουμσν.εκκλ. (ως μοναστικό αξίωμα) μοναχός αρμόδιος για τον χορό τών ψαλτών, την ευταξία τής τραπεζαρίας τού μοναστηριού, τη διατήρηση αρχείων και τη συντήρηση τών ιερών σκευών. || (μσν.-αρχ.) εκκλ. ο αρχηγός τών στρατιών τών αγγέλων, ταξιάρχηςαρχ.1. διοικητής στρατιωτικού σώματος 128 ανδρών2. απόδοση διαφόρων ρωμαϊκών αξιωμάτων3. (στην Αθήνα) στον πληθ. οί ταξίαρχοιδέκα ανώτεροι στρατιωτικοί αρχηγοί που εκλέγονταν από καθεμιά από τις 10 φυλές με χειροτονία, οι οποίοι διοικούσαν τους οπλίτες κάθε φυλής («εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῑτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -αρχος* (πρβλ. ναύαρχος)].
Dictionary of Greek. 2013.